- εκτροπος
- ἔκτροποςἔκ-τροπος2дальний, заброшенный (insula Cic.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έκτροπος — η, ο (Α ἔκτροπος, ον) Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος νεοελλ. συν. στον πληθ. τα έκτροπα ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις II. επίρρ. ἐκτρόπως κατά παρέκβαση από… … Dictionary of Greek
ἐκτρόπως — ἔκτροπος turning out of the way. adverbial ἔκτροπος turning out of the way. masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτροπον — ἔκτροπος turning out of the way. masc/fem acc sg ἔκτροπος turning out of the way. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)